- ραιβοχειρία
- η, Νιατρ. πλάγια απόκλιση τού άκρου χεριού, σε σχέση με τον πήχη, προς την πλευρά τής κερκίδας, η οποία είναι συνήθως συγγενής, ενώ συχνά συνδυάζεται με πολλαπλές διαμαρτίες διαπλάσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «στραβός» + -χειρία (< -χειρ < χείρ, χειρός «χέρι»)].
Dictionary of Greek. 2013.